- ᾠοῦ
- οἰάωimperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)οἰόομαιto be left aloneimperf ind mp 2nd sgᾠόνeggneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὠοῦ — ᾠόν egg neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾤου — οἴομαι forebode imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ᾦον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠιοῦ — ᾠοῦ , οἰάω imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) ᾠοῦ , οἰόομαι to be left alone imperf ind mp 2nd sg ᾠόν egg neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤιου — ᾤου , οἴομαι forebode imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Achelóvs — ACHELÓVS … Gründliches mythologisches Lexikon
Τρώας — Αρχαία χώρα, ΒΔ της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τροίας. Με το όνομα Τ. αναφέρονται και δύο ιστορικά πρόσωπα: η κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου, αδελφή της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, και η κόρη του βασιλιά των… … Dictionary of Greek
έμφυση — η (Α ἔμφυσις) εμφύτευση, παρεμβολή, ανάπτυξη νεοελλ. ιατρ. «έμφυση ή εμφύτευση ή κατασκήνωση ωού» η διείσδυση τού γονιμοποιημένου ωαρίου μέσα στο βλεννογόνο τής μήτρας για περαιτέρω ανάπτυξη αρχ. η αύξηση ή ανάπτυξη μέσα σε κάποιο μέρος («οὐ… … Dictionary of Greek
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek
ζυγοταξία — η βιολ. η διάταξη τών φορέων τών κληρονομικών χαρακτήρων στο γονιμοποιημένο ωό και η παραμονή τής διάταξης αυτής στα κύτταρα που παράγονται από τη διαίρεση τού ζυγωτού ωού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zygotaxis < zyg (πρβλ. ζυγό[ν]) +… … Dictionary of Greek
λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… … Dictionary of Greek